κατησχυσμένα

κατησχυσμένα
κατησχυσμένα (Μ)
επίρρ. ντροπιασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατησχυσμένος αντί κατησχυμμένος τού ρ. καταισχύνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”